-
1 вырезать(ся)
вы/ резать(ся) 1-ежу, -ежешь, προστκ. вырежи, κ. вырежь, ρ.σ.μ.1. κόβω, αποκόπτω, εκκόπτω, εκ-τέμνω, αφαιρώ, βγάζω•вырезать(ся) опухоль αφαιρώ τον όγκο•
вырезать(ся) картинки из книги κόβω τις εικόνες από το βιβλίο.
2. σκαλίζω, χαράσσω•вырезать(ся) свое имя на кольце χαράσσω το όνομα μου στο δαχτυλίδι.
3. ξεχωρίζω, δίνω•беднякам -ли лучшие земли στη φτωχολογιά έδωσαν τα καλύτερα χωράφια.
|| σφάζω, κατασφάζω•бандиты -ли все население деревни οι ληστές έσφαξαν όλους τους κατοίκους του χωριού•
1. κόβομαι, αποκόπτομαι.2. μτφ. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, φαίνομαι ζωηρά.выреза/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. вырезать(ся).